Λέξη: χρονικογράφος

Συνώνυμα: χρονικογράφος

ημερολογιογράφος

Μεταφράσεις: χρονικογράφος

χρονικογράφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chronicler, diarist, chronicler of, annalist

χρονικογράφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cronista, cronista de, el cronista, cronistas

χρονικογράφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chronist, Chronist, Chronisten, Chronistin

χρονικογράφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
annaliste, chroniqueur, chroniqueur de, le chroniqueur, chroniqueuse

χρονικογράφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cronista, chronicler, cronachista, cronista del

χρονικογράφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cronista, chronicler, historiador, cronistas

χρονικογράφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroniekschrijver, chroniqueur, chronicler, geschiedschrijver, kroniek

χρονικογράφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
историк, летописец, хроникер, летописцем, хронист, летописца

χρονικογράφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kronikør, chronicler, krønikeskriveren, kronikøren, krønikeskriver

χρονικογράφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chronicleren, chronicler, krönikeskrivare, krönikeskrivaren, krönikör

χρονικογράφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kronikoitsija, chronicler, kronikoitsijan, historiankirjoittaja

χρονικογράφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krønikeskriver, kronikør, krønikeskriveren, krønikeren

χρονικογράφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
letopisec, kronikář, kronikářem, kronikáře

χρονικογράφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kronikarz, kronikarzem, kronikarza, kronikarzy

χρονικογράφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
krónikás, krónikaíró, krónikása, krónikásaként, krónikásának

χρονικογράφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarihçi, tarihçisi, chronicler, vakanüvis, bir vakanüvis

χρονικογράφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
історик, хронікер, літописець

χρονικογράφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kronist, kronisti, kronikan, kronisti i

χρονικογράφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хроникьор, летописец, хронист

χρονικογράφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
летапісец

χρονικογράφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kroonik, kroonikakirjutaja, krooniku, kroonikas, Kronikoitsija

χρονικογράφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kroničar, ljetopisac, kroničara, kroniËar

χρονικογράφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chronicler

χρονικογράφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kronikininkas, metraštininkas, metraštininku, Kronikose, Kronikų autorius

χρονικογράφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hronists, Hronistam

χρονικογράφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хроничар, хроничарот, летописец, хроничар на

χρονικογράφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cronicar, cronicarul, cronicarului, un cronicar

χρονικογράφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kronist, letopisec, kronist.Literaturi, Ljetopisac, kronista

χρονικογράφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
letopisec, kronikár
Τυχαίες λέξεις