Piété στα ελληνικά
Μετάφραση: piété, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accrétion στα ελληνικά - πρόσφυση, προσαύξηση, επικάθηση, προσαύξησης, συσσώρευσης, πρόσφυσης
- annuellement στα ελληνικά - ετήσια, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
- capteur στα ελληνικά - αισθητήρα, αισθητήρας, του αισθητήρα, αισθητήρων, αισθητήριο
- clarifier στα ελληνικά - βελτιώνω, έκδηλος, εκκαθαρίζω, εναργής, διασαφηνίζω, διαυγής, ραφινάρω, ...
Τυχαίες λέξεις
Piété στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια
Μεταφράσεις: ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια