Plein στα ελληνικά

Μετάφραση: plein, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμάτος, στερεός, εναργής, έκδηλος, τελείως, διαυγής, περατώνω, μεστός, σύνολο, συμπαγής, απολύτως, περιεκτικός, αγχωμένος, εξονυχιστικός, πλήρης, ελευθερώνω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Plein στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquiescé στα ελληνικά - συναινέσει, συναίνεσε, συγκατατεθεί, συναίνεσαν, συγκατατέθηκε
  • borné στα ελληνικά - βαρετός, πληκτικός, μουντός, μουχρός, περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, ...
  • brassage στα ελληνικά - ζυθοποιία, ζυθοποιίας, παρασκευής, βρασμού, της ζυθοποιίας
  • commandité στα ελληνικά - Σύνδεσμοι, χορηγία, διαφημιζομένων, Σύνδεσμοι διαφημιζομένων, διαφημιζόμενων
Τυχαίες λέξεις
Plein στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμάτος, στερεός, εναργής, έκδηλος, τελείως, διαυγής, περατώνω, μεστός, σύνολο, συμπαγής, απολύτως, περιεκτικός, αγχωμένος, εξονυχιστικός, πλήρης, ελευθερώνω, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες