Précepte στα ελληνικά

Μετάφραση: précepte, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, αρχή, παραλαβή, νόμος, κανονισμός, ρύθμιση, τύπος, παραγραφή, υπαγορεύω, συνταγή, απόδειξη, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, εντολή
Précepte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • agriffons στα ελληνικά - κλώσημα, απομόνωση, αρπάζω, πιάνω
  • alésoir στα ελληνικά - βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
  • apparence στα ελληνικά - πιθανότητα, κράση, παρουσίαση, ευκαιρία, συγκυρία, βλέμμα, χροιά, ...
  • armement στα ελληνικά - όπλα, εξοπλισμός, εξοπλισμών, οπλισμός, οπλισμού, οπλισμό
Τυχαίες λέξεις
Précepte στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, αρχή, παραλαβή, νόμος, κανονισμός, ρύθμιση, τύπος, παραγραφή, υπαγορεύω, συνταγή, απόδειξη, δίδαγμα, ηθικό δίδαγμα, κανόνας, παραίνεση, εντολή