Prêtent στα ελληνικά

Μετάφραση: prêtent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Prêtent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amorce στα ελληνικά - δελεάζω, αρχίζω, σκούφος, έναρξη, ξεκίνημα, θήκη, δόλωμα, ...
  • assécha στα ελληνικά - στερέψει, στέρεψε, στέγνωσε, στεγνώσει, αποξηρανθεί
  • classifièrent στα ελληνικά - απόρρητος
Τυχαίες λέξεις
Prêtent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται