Prolongement στα ελληνικά
Μετάφραση: prolongement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανανέωση, επέκταση, συνέχεια, προέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ancré στα ελληνικά - αγκυροβολημένα, αγκυροβολημένο, αγκυροβολημένη, αγκυρωμένα, αγκυρωμένο
- argot στα ελληνικά - υποκρισία, αργκό, καθομιλούμενος, λαϊκό ιδίωμα, λαϊκού ιδιώματος, της αργκό, το λαϊκό ιδίωμα
- boycotter στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- caqueter στα ελληνικά - φλυαρώ, τραντάζω, κακαρίζω, κελαρύζω, κουβέντα, κουτσομπολιό, κουτσομπολεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Prolongement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανανέωση, επέκταση, συνέχεια, προέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Μεταφράσεις: ανανέωση, επέκταση, συνέχεια, προέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης