Récépissé στα ελληνικά

Μετάφραση: récépissé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλαβή, λήψη, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη
Récépissé στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amalgamé στα ελληνικά - συγχωνεύτηκαν, συγχώνευσε, συγχωνευθούν, συγχωνευθεί, ανέμειξε
  • arborèrent στα ελληνικά - ύψωσαν, υψώθηκε, ανυψώνεται, υψώνεται, ανυψωμένες
  • atteintes στα ελληνικά - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
  • cardiaque στα ελληνικά - καρδιακός, καρδιακή, καρδιακής, καρδιακών, καρδιακές
Τυχαίες λέξεις
Récépissé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλαβή, λήψη, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη