S'entartrer στα ελληνικά

Μετάφραση: s'entartrer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίμακας, λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, αποθέσεων αλάτων, εναποθέσεις αλάτων, υπολείμματα αλάτων, εναποθέσεων αλάτων ασβεστίου, εναπόθεση καθαλατώσεων
S'entartrer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aromatise στα ελληνικά - αρωματίζει
  • assistés στα ελληνικά - επικουρούμενη, επικουρούμενο, επικουρείται, υποβοηθούμενη, ενισχυόμενες
  • balcon στα ελληνικά - πινακοθήκη, βεράντα, μπαλκόνι, θεωρείο, μπαλκόνι με, το μπαλκόνι, μπαλκόνι και
Τυχαίες λέξεις
S'entartrer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίμακας, λέπι, κλίμακα, κλιμάκωση, αποθέσεων αλάτων, εναποθέσεις αλάτων, υπολείμματα αλάτων, εναποθέσεων αλάτων ασβεστίου, εναπόθεση καθαλατώσεων