Salin στα ελληνικά

Μετάφραση: salin, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατούχος, αλάτι, αλμυρός, φυσιολογικό ορό, φυσιολογικού ορού, αλατούχο, αλατούχο διάλυμα, αλατούχου
Salin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administre στα ελληνικά - διαχειρίζεται, φορέας ως
  • animateur στα ελληνικά - ηγέτης, ηγήτορας, ηγεμόνας, αρχηγός, εμψυχωτής, animator, εμψυχωτή, ...
  • autobiographie στα ελληνικά - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
  • cacahuète στα ελληνικά - φυστίκι, φιστίκι, φυστικέλαιο, αραχιδέλαιο, φυστικιών
Τυχαίες λέξεις
Salin στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατούχος, αλάτι, αλμυρός, φυσιολογικό ορό, φυσιολογικού ορού, αλατούχο, αλατούχο διάλυμα, αλατούχου