Αλάτι στα γαλλικά
Μετάφραση: αλάτι, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salé, salant, sels, saler, sel, salin, de sel, le sel, sel de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλάτι
αλάτι και πιπέρι, αλάτι ρίγανη θεσσαλονίκη, αλάτι και πιπέρι περιοδικό, αλάτι ιμαλαϊων ιδιότητες, αλάτι μεσολογγίου, αλάτι λεξικό γλώσσας γαλλικά, αλάτι στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αλάθητος στα γαλλικά - correct, impeccable, irréprochable, infaillible, toute épreuve, à toute épreuve, indéréglable, ...
- αλάνθαστος στα γαλλικά - certain, infaillible, sûr, infaillibles, infaillibilité
- αλέθω στα γαλλικά - moulez, broyer, manufacture, usine, moulons, mouds, travailler, ...
- αλέτρι στα γαλλικά - labourer, charrue, la charrue, chasse, labour
Τυχαίες λέξεις
Αλάτι στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: salé, salant, sels, saler, sel, salin, de sel, le sel, sel de
Μεταφράσεις: salé, salant, sels, saler, sel, salin, de sel, le sel, sel de