Suffisant στα ελληνικά

Μετάφραση: suffisant, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτριος, διαβατός, μάταιος, επαρκής, εγωκεντρικός, πολλοί, πολλά, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, άφθονος, νισάφι, αλαζονικός, επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Suffisant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • altérés στα ελληνικά - μεταβληθεί, αλλοιωθεί, μεταβάλλεται, τροποποιηθεί, μεταβάλλονται
  • analysa στα ελληνικά - αναλύονται, αναλύθηκαν, αναλύεται, αναλυθεί, ανέλυσε
  • cinématographie στα ελληνικά - κινηματογραφία, κινηματογραφίας, κινηματογράφου, Κινηματογραφικές, την κινηματογραφία
Τυχαίες λέξεις
Suffisant στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτριος, διαβατός, μάταιος, επαρκής, εγωκεντρικός, πολλοί, πολλά, αυτάρεσκος, ματαιόδοξος, ξιπασμένος, άφθονος, νισάφι, αλαζονικός, επαρκώς, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά