Λέξη: εκκαθάριση
Σχετικές λέξεις: εκκαθάριση
εκκαθάριση αε, εκκαθάριση φόρου 2014, εκκαθάριση φόρου εισοδήματος 2014, εκκαθάριση φόρου, εκκαθάριση δίσκου, εκκαθάριση φορολογικής δήλωσης 2013, εκκαθάριση φορολογικής δήλωσης 2014, εκκαθάριση επιχείρησης, εκκαθάριση επε, εκκαθάριση δήλωσης 2014, εκκαθάριση δήλωσης, taxisnet εκκαθάριση, taxisnet εκκαθάριση δήλωσης, εκκαθάριση 2013, εκκαθάριση δήλωσης 2013, εκκαθάριση φορολογικής δήλωσης, εκκαθάριση φορολογικής
Συνώνυμα: εκκαθάριση
διύλιση, λεπτότης, λεπτότητα, ευγένεια, ραφινάρισμα, ρευστοποίηση, ρευστοποίηση οικονομικά
Μεταφράσεις: εκκαθάριση
εκκαθάριση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
liquidation, clearing, clean up, clearance, winding
εκκαθάριση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
liquidación, la liquidación, de liquidación, liquidación de
εκκαθάριση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufklärung, abwicklung, tilgung, abfertigung, rodung, geschäftsauflösung, verrechnungsverkehr, lichtung, Liquidation, Auflösung, Liquidierung, Liquidations, Abwicklung
εκκαθάριση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déblaiement, liquidation, purge, clearing, dégagement, éclaircie, clairière, la liquidation, de liquidation, une liquidation, liquidation de
εκκαθάριση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radura, liquidazione, di liquidazione, liquidation, la liquidazione, della liquidazione
εκκαθάριση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
liquidação, de liquidação, a liquidação
εκκαθάριση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
εκκαθάριση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
искоренение, понятность, клиринг, очистка, уплата, ликвидация, участок, прояснение, вырубка, люфт, расчистка, чистка, избавление, прозрачность, осветление, ассенизация, ликвидации, ликвидацию, ликвидационная, ликвидационной
εκκαθάριση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lysning, avvikling, likvidasjon, likvide, likvidering, avviklingen
εκκαθάριση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
likvidation, avveckling, likvidations, likvidationen, likvida
εκκαθάριση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aukeama, aho, aukea, selvitys, yrityksen selvitystila, suoritus, pesänselvitys, perkaus, selvitystila, selvitystilaan, selvitystilassa, selvitystilan, selvitystilasta
εκκαθάριση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
likvidation, afvikling, afviklingen, konkurs, likvidationen
εκκαθάριση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mýtina, zlikvidování, likvidace, likvidaci, likvidační, likvidací
εκκαθάριση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
likwidacja, polana, kliring, wymazywanie, kasowanie, rozrachunek, trzebienie, poręba, wypogodzenie, oczyszczanie, karczowisko, ścieranie, rozliczenie, klarowanie, likwidacji, likwidację, upłynnienia, likwidacją
εκκαθάριση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tisztás, lebonyolítás, felszámolás, felszámolási, felszámolás alatt, likvidációs, felszámolást
εκκαθάριση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasfiye, tasfiyesi, likidasyon, Liquidation
εκκαθάριση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дільницю, кліринговий, ліквідаційний, ліквідування, відділок, чистка, ліквідація, ділянка, ліквідацію
εκκαθάριση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
likuidim, likuidimit, likuidimi, likuidimin, i likuidimit
εκκαθάριση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ликвидация, ликвидацията, ликвидационен, ликвидационната
εκκαθάριση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліквідацыя
εκκαθάριση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puhastamine, raiesmik, likvideerimine, likvideerimise, likvideerimisel, likvideerimist, likvideeritava
εκκαθάριση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, razjašnjavanje, čišćenje, likvidacije, likvidaciju, likvidacioni, likvidacijsku
εκκαθάριση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slit, skiptameðferð, gjaldþrotaskipta, félagsslita, gjaldþrotaskipti
εκκαθάριση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, likvidavimo, likvidavimas, likvidavimą, likviduoti
εκκαθάριση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
likvidācija, likvidācijas, likvidāciju, likvidēšana, likvidēšanu
εκκαθάριση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ликвидација, ликвидациона, ликвидацијата, ликвидационата, на ликвидација
εκκαθάριση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lichidare, de lichidare, lichidarea, lichidării, lichidarii
εκκαθάριση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
likvidacija, likvidacije, likvidacijo, likvidaciji, likvidacijska
εκκαθάριση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
likvidácia, likvidácie, likvidáciu, likvidácii, likvidáciou
Στατιστικά δημοτικότητας: εκκαθάριση
Τυχαίες λέξεις