Suffisent στα ελληνικά

Μετάφραση: suffisent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρκώ, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Suffisent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abîmons στα ελληνικά - κακομαθαίνω, παραχαϊδεύω, χαλώ, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, ...
  • apparaître στα ελληνικά - εγείρομαι, προκύπτω, εμφανίζομαι, εκτελώ, αναδύομαι, φαίνομαι, αποδίδω, ...
  • bourgeonner στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, γεννώ, φυτρώνω, μπουμπούκι, προέρχομαι, βλαστάνω, οφθαλμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Suffisent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρκώ, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά