Supplément στα ελληνικά
Μετάφραση: supplément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, πριμ, εσώκλειστο, συνοδεία, επίδομα, συμπληρώνω, συμπληρωματικός, επιχορήγηση, περίφραξη, προσάρτημα, περίφραγμα, συνεργός, μάντρα, αναπληρωτής, παράρτημα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affection στα ελληνικά - ροπή, τάση, διάθεση, άρρωστος, αρρώστια, φασαρία, άλγος, ...
- alternant στα ελληνικά - εναλλάσσω, περιστρεφόμενο, περιστρεφόμενη, εκ περιτροπής, περιστρεφόμενα, περιτροπής
- assimilant στα ελληνικά - ταυτίζοντας, εξισώνοντας, εξομοιώνοντάς, εξίσωση, εξισώνει
- brunis στα ελληνικά - ροδίσουν, ροδίσει, να ροδίσουν, σκουραίνουν, να ροδίσει
Τυχαίες λέξεις
Supplément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, πριμ, εσώκλειστο, συνοδεία, επίδομα, συμπληρώνω, συμπληρωματικός, επιχορήγηση, περίφραξη, προσάρτημα, περίφραγμα, συνεργός, μάντρα, αναπληρωτής, παράρτημα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, πριμ, εσώκλειστο, συνοδεία, επίδομα, συμπληρώνω, συμπληρωματικός, επιχορήγηση, περίφραξη, προσάρτημα, περίφραγμα, συνεργός, μάντρα, αναπληρωτής, παράρτημα, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα