Supplice στα ελληνικά
Μετάφραση: supplice, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτέλεση, πάσχω, αγωνιώ, υποφέρω, ατυχία, καημός, θλίψη, άγχος, κακουχία, αγωνία, παθαίνω, δοκιμασία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbitrer στα ελληνικά - επιδικάζω, διαιτητεύω, διαιτητής, καθορίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, δικάζω, ...
- caser στα ελληνικά - φυλάω, τόπος, τοποθετώ, σφηνώνω, εντοπίζω, μέρος, βάζω, ...
- chiner στα ελληνικά - κακολογώ, αντικέ, antiquing
- commander στα ελληνικά - διευθύνω, οδηγός, εφεδρεία, καταφέρνω, εντολή, απόπειρα, εξουσιοδότηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Supplice στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτέλεση, πάσχω, αγωνιώ, υποφέρω, ατυχία, καημός, θλίψη, άγχος, κακουχία, αγωνία, παθαίνω, δοκιμασία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Μεταφράσεις: εκτέλεση, πάσχω, αγωνιώ, υποφέρω, ατυχία, καημός, θλίψη, άγχος, κακουχία, αγωνία, παθαίνω, δοκιμασία, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια