Suspension στα ελληνικά

Μετάφραση: suspension, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστολή, ανακοπή, εκκρεμότητα, αναβολή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
Suspension στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abîma στα ελληνικά - βυθίστηκε, βύθισε, βυθίστηκαν, βούλιαξε, βύθισαν
  • bagatelle στα ελληνικά - πραγματάκι, επιπολαιότητα, μηδαμινό τι, Bagatelle, μπαγκατέλα
  • bigamie στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
  • bécot στα ελληνικά - φιλώ, φιλί, φίλημα
Τυχαίες λέξεις
Suspension στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστολή, ανακοπή, εκκρεμότητα, αναβολή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα