Tenace στα ελληνικά

Μετάφραση: tenace, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμων, επίμονος, σκληρός, κολλώδης, ανθεκτικός, πεισματάρης, κολλητικός, διαρκής, εύσωμος, πεισμωμένος, γερός, σκληροτράχηλος, ρωμαλέος, κόλλα, στερεός, ανυποχώρητος, επίμονη, επίμονες, σταθεροί, ανυποχώρητοι
Tenace στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anéroïde στα ελληνικά - βαρόμετρο άνευ υδραργύρου, ανεροειδή, Πιεσόμετρο, Πιεσόμετρου, Aneroid
  • assumé στα ελληνικά - υποτίθεται, θεωρείται, ανέλαβε, υποτεθεί, θεωρηθεί
  • auto στα ελληνικά - αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, Auto, αυτόματη, αυτοκινήτων, αυτόματης, ...
  • chantée στα ελληνικά - Sung, Σουνγκ, τραγουδιέται, τραγουδιστά, ασματικού τυπικού
Τυχαίες λέξεις
Tenace στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμων, επίμονος, σκληρός, κολλώδης, ανθεκτικός, πεισματάρης, κολλητικός, διαρκής, εύσωμος, πεισμωμένος, γερός, σκληροτράχηλος, ρωμαλέος, κόλλα, στερεός, ανυποχώρητος, επίμονη, επίμονες, σταθεροί, ανυποχώρητοι