Timidité στα ελληνικά
Μετάφραση: timidité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
Μεταφράσεις
- anciennement στα ελληνικά - εφάπαξ, κάποτε, άλλοτε, προηγουμένως, πρώην, παρελθόν, παλαιότερα, ...
- anémique στα ελληνικά - αναιμικός, αναιμικούς, αναιμική, αναιμικά, αναιμικοί
- aîné στα ελληνικά - γέροντας, πρεσβύτερος, Γέροντα, Elder, των ηλικιωμένων
- basaltique στα ελληνικά - βασαλτικά, βασαλτικό, βασαλτική, βασαλτικών, βασαλτικές
Τυχαίες λέξεις
Timidité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
Μεταφράσεις: δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή