Travailler στα ελληνικά
Μετάφραση: travailler, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγάρο, εργάζομαι, νύξη, δουλεύω, κέντρισμα, δουλειά, φτιάχνω, κάνω, εγχειρίζω, λειτουργώ, αλέθω, μόχθος, παίρνω, αδελφή, κατασκευάζω, σκάβω, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abornez στα ελληνικά - οροθετώ, οριοθετώ
- autriche στα ελληνικά - Αυστρία, Αυστρίας, την Αυστρία, η Αυστρία, της Αυστρίας
- caduc στα ελληνικά - φυλλοβόλος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
- citadin στα ελληνικά - αστικός, πόλη, δημοτικός, αστός, συμπολίτης, αστού, κάτοικος πόλης και, ...
Τυχαίες λέξεις
Travailler στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγάρο, εργάζομαι, νύξη, δουλεύω, κέντρισμα, δουλειά, φτιάχνω, κάνω, εγχειρίζω, λειτουργώ, αλέθω, μόχθος, παίρνω, αδελφή, κατασκευάζω, σκάβω, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: τσιγάρο, εργάζομαι, νύξη, δουλεύω, κέντρισμα, δουλειά, φτιάχνω, κάνω, εγχειρίζω, λειτουργώ, αλέθω, μόχθος, παίρνω, αδελφή, κατασκευάζω, σκάβω, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες