Trot στα ελληνικά
Μετάφραση: trot, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριποδίζω, τροχασμός, τριποδισμός, τρέξιμο, τροχασμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abaissons στα ελληνικά - μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, είναι, Δεν, αποτελούν, έχουν, ...
- bégaye στα ελληνικά - τραυλίζει, παραμορφωμένη, stutters, εμφανίζεται παραμορφωμένη
- close στα ελληνικά - κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Τυχαίες λέξεις
Trot στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριποδίζω, τροχασμός, τριποδισμός, τρέξιμο, τροχασμό
Μεταφράσεις: τριποδίζω, τροχασμός, τριποδισμός, τρέξιμο, τροχασμό