Utilité στα ελληνικά
Μετάφραση: utilité, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προτέρημα, ωφέλεια, επωφελούμαι, εξυπηρέτηση, σέρβις, χρησιμεύω, υπηρεσία, πλεονέκτημα, ωφελώ, χρησιμότητα, επίδομα, ρουσφέτι, όφελος, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbayes στα ελληνικά - μονές, μοναστήρια, αβαεία, μοναστηριών, μονών
- accomplirent στα ελληνικά - επιτυγχάνεται, επιτευχθεί, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, ολοκληρωθεί
- adaptons στα ελληνικά - προσαρμόζω, διασκευάζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
- carotte στα ελληνικά - καρότο, καρότου, καρότα, καρότων, το καρότο
Τυχαίες λέξεις
Utilité στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προτέρημα, ωφέλεια, επωφελούμαι, εξυπηρέτηση, σέρβις, χρησιμεύω, υπηρεσία, πλεονέκτημα, ωφελώ, χρησιμότητα, επίδομα, ρουσφέτι, όφελος, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
Μεταφράσεις: προτέρημα, ωφέλεια, επωφελούμαι, εξυπηρέτηση, σέρβις, χρησιμεύω, υπηρεσία, πλεονέκτημα, ωφελώ, χρησιμότητα, επίδομα, ρουσφέτι, όφελος, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας