Vieillissons στα ελληνικά
Μετάφραση: vieillissons, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικιωμένων, ηλικιωμένους, μεγαλύτερης ηλικίας, μεγαλύτερα, τα μεγαλύτερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arraisonnés στα ελληνικά - επιβιβάστηκαν, επιβιβάστηκε, επιβιβαστεί, επιβίβαση, επιβιβάστηκαν σε
- assemblons στα ελληνικά - συναρμολογώ, συναθροίζω, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
- charivari στα ελληνικά - πάταγος, σαματάς, κατακραυγή, θόρυβος, ντόρος, παραζάλη, αγανάκτηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Vieillissons στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικιωμένων, ηλικιωμένους, μεγαλύτερης ηλικίας, μεγαλύτερα, τα μεγαλύτερα
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικιωμένων, ηλικιωμένους, μεγαλύτερης ηλικίας, μεγαλύτερα, τα μεγαλύτερα