Ηλικία στα γαλλικά

Μετάφραση: ηλικία, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieillissent, époque, vieillir, vieillis, âge, vieillissons, vieillesse, siècle, ancienneté, vieillissez, l'âge, ans, âge de
Ηλικία στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλικία

ηλικία ανδρέα μικρούτσικου, ηλικία ασλανίδου, ηλικία γλυκερίας, ηλικία σκύλου, ηλικία κωστόπουλος, ηλικία λεξικό γλώσσας γαλλικά, ηλικία στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ηλεκτρονικός στα γαλλικά - électronique, électroniques, électronique de, electronic
  • ηλιακός στα γαλλικά - solaire, ensoleillé, solaires, énergie solaire, soleil, l'énergie solaire
  • ηλικίας στα γαλλικά - vieille, vieillîmes, vieilles, âgé, vieux, vieillirent, vieilli, ...
  • ηλικιωμένος στα γαλλικά - vieilles, ancien, vieillîmes, vieille, vieux, vieilli, vieillirent, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικία στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vieillissent, époque, vieillir, vieillis, âge, vieillissons, vieillesse, siècle, ancienneté, vieillissez, l'âge, ans, âge de