Überfluss στα ελληνικά
Μετάφραση: überfluss, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμηχανία, ζωντάνια, διαχυτικότητα, άφθονος, πολλά, πολλοί, κορεσμός, αφθονία, αφθονίας, πληθώρα, την αφθονία, η αφθονία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgabenabhängig στα ελληνικά - ανάλογα με την εργασία, Στη βιβλιογραφία των, εξαρτάται από το καθήκον
- aufwiegelnd στα ελληνικά - στασιαστικός, εμπρηστικός, εμπρηστικές, εμπρηστική, εμπρηστικά, εμπρηστικών
- ausfüllend στα ελληνικά - βλαστήμια, παραπληρωματικός
- distelfink στα ελληνικά - καρδερίνα, goldfinch, καρδερίνας, καρδερίνες, ακανθυλλίς
Τυχαίες λέξεις
Überfluss στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμηχανία, ζωντάνια, διαχυτικότητα, άφθονος, πολλά, πολλοί, κορεσμός, αφθονία, αφθονίας, πληθώρα, την αφθονία, η αφθονία
Μεταφράσεις: αμηχανία, ζωντάνια, διαχυτικότητα, άφθονος, πολλά, πολλοί, κορεσμός, αφθονία, αφθονίας, πληθώρα, την αφθονία, η αφθονία