Überlegenheit στα ελληνικά
Μετάφραση: überlegenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχία, ανωτερότητα, υπεροχή, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alles στα ελληνικά - όλος, τίποτα, όλα, όλες, πάντα, τα πάντα, όλα όσα
- angefangen στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
- augenbrauenstift στα ελληνικά - μολύβι, μολυβιού, το μολύβι, μολυβιών, με μολύβι
- baulich στα ελληνικά - διαρθρωτικών, διαρθρωτικές, δομική, διαρθρωτική, διαρθρωτικά
Τυχαίες λέξεις
Überlegenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχία, ανωτερότητα, υπεροχή, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
Μεταφράσεις: κυριαρχία, ανωτερότητα, υπεροχή, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή