Üblich στα ελληνικά

Μετάφραση: üblich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, συνήθης, παραδοσιακός, συνηθισμένος, συμβατικός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
Üblich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ableitend στα ελληνικά - dissipative, ποσοτικομηχανικό, διασκορπισμού, διαχέεται, σκεδάσεως
  • aktiva στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικό
  • ausdauer στα ελληνικά - εμμονή, δυνάμεις, ρώμη, καρτερία, υπομονή, επιμονή, αντοχή, ...
  • beweisend στα ελληνικά - αποδεικνύοντας, αποδεικνύουν, αποδεικνύει, που αποδεικνύει, που αποδεικνύουν
Τυχαίες λέξεις
Üblich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, συνήθης, παραδοσιακός, συνηθισμένος, συμβατικός, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη