Υποχρέωση στα αγγλικά

Μετάφραση: υποχρέωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obligation, commitment, obligation to, requirement, an obligation
Υποχρέωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: υποχρέωση

commitment
  • δέσμευση
  • υποχρέωση
  • διάπραξη
  • φυλάκιση
obligation
  • υποχρέωση
indebtedness
  • χρέος
  • υποχρέωση

Σχετικές λέξεις: υποχρέωση

υποχρέωση αντίθετο, υποχρέωση ψήφου, υποχρέωση υποβολής ε2, υποχρέωση έκδοσης π.ε.α, υποχρέωση εχεμύθειας, υποχρέωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, υποχρέωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • υποφέρω στα αγγλικά - suffer, bear, endure, tolerate, lump
  • υποφερτός στα αγγλικά - tolerable, sufferable, livable, bearable, passable
  • υποχρεωτικός στα αγγλικά - compulsory, obligatory, mandatory, binding, statutory
  • υποχρεώνω στα αγγλικά - oblige, obligate, compel
Τυχαίες λέξεις
Υποχρέωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: obligation, commitment, obligation to, requirement, an obligation