Absichtlich στα ελληνικά
Μετάφραση: absichtlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίτηδες, σκόπιμα, εσκεμμένος, εκ προθέσεως, προθέσεως, σκοπίμως, εσκεμμένα
Μεταφράσεις
- absicht στα ελληνικά - πρόθεση, σκοπεύω, ροπή, τάση, σκοπός, βλέψη, προαίρεση, ...
- absichten στα ελληνικά - προθέσεις, τις προθέσεις, προθέσεων, πρόθεση, οι προθέσεις
- absichtliche στα ελληνικά - εσκεμμένα, επίτηδες, σκόπιμα, σκόπιμη, εσκεμμένη, σκόπιμης, εκούσιας, ...
- absichtslos στα ελληνικά - ακούσια, λάθος, κατά λάθος, ακουσίως, αθέλητα
Τυχαίες λέξεις
Absichtlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίτηδες, σκόπιμα, εσκεμμένος, εκ προθέσεως, προθέσεως, σκοπίμως, εσκεμμένα
Μεταφράσεις: επίτηδες, σκόπιμα, εσκεμμένος, εκ προθέσεως, προθέσεως, σκοπίμως, εσκεμμένα