Absperren στα ελληνικά

Μετάφραση: absperren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνωστισμός, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, φραγμός, δυσχεραίνω, παρακωλύω, σβήσει, κλείστε, Διακόπτεται, απενεργοποίηση, κλείσει
Absperren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absperrend στα ελληνικά - Shut, Κλείστε, Τερματισμός, Τερματίστε, Τερματισμός λειτουργίας
  • absperrhahn στα ελληνικά - κόκορας, πετεινός, στρόφιγγα, κάνουλες, στρόφιγγα διακοπής, η στρόφιγγα, κρουνός διακοπής
Τυχαίες λέξεις
Absperren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνωστισμός, στηρίγματα, κωλυσιεργώ, φραγμός, δυσχεραίνω, παρακωλύω, σβήσει, κλείστε, Διακόπτεται, απενεργοποίηση, κλείσει