Akkumulator στα ελληνικά

Μετάφραση: akkumulator, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Akkumulator στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akku στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • akkumulation στα ελληνικά - συσσώρευση, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
  • akkurat στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ακριβολόγος, ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές
  • akkusativ στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
Τυχαίες λέξεις
Akkumulator στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών