Aktivieren στα ελληνικά

Μετάφραση: aktivieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργοποιώ, επιτρέπω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις
Aktivieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktiva στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικό
  • aktive στα ελληνικά - ζωντανός, μένω, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
  • aktivierend στα ελληνικά - ενεργοποιητικός, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιώντας
  • aktiviert στα ελληνικά - ενεργοποιείται, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένη, ενεργοποιούνται
Τυχαίες λέξεις
Aktivieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργοποιώ, επιτρέπω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιούν, ενεργοποιήσει, ενεργοποιήσεις το, να ενεργοποιήσεις