Alternativ στα ελληνικά

Μετάφραση: alternativ, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναλλάσσω, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
Alternativ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alterchen στα ελληνικά - Alterchen
  • altern στα ελληνικά - γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ...
  • alternative στα ελληνικά - επιλογή, εκλεκτός, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
  • alternativen στα ελληνικά - εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
Τυχαίες λέξεις
Alternativ στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναλλάσσω, εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών