Amputieren στα ελληνικά
Μετάφραση: amputieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ampulle στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
- amputation στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, αποκοπή, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
- amputierend στα ελληνικά - ακρωτηριασμό, ακρωτηριάσει, amputating, ακρωτηριαστική, ακρωτηριάζουμε
- amputiert στα ελληνικά - ακρωτηριαστεί, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριασμένα
Τυχαίες λέξεις
Amputieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν