Ξεκόβω στα γερμανικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amputieren, entwöhnen, zu entwöhnen, abgewöhnen, wean
Ξεκόβω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ξεκόβω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα γερμανικά - ruhig, erholsam, erholsamen, erholsame, restful
  • ξεκούραση στα γερμανικά - entspannung, liberalisierung, rest, rast, lockerung, Entspannung, Erholung, ...
  • ξελογιάζω στα γερμανικά - verführen, zu verführen, verführt, seduce
  • ξεμέθυστος στα γερμανικά - ernüchtern, düster, nüchtern, Stein, aus Stein, Steinen
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: amputieren, entwöhnen, zu entwöhnen, abgewöhnen, wean