Amtliche στα ελληνικά

Μετάφραση: amtliche, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργικός, Επίσημη, επίσημες, την επίσημη, επίσημο, Επίσημης
Amtliche στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amtierte στα ελληνικά - χοροστάτησε, χοροστατούντος, τέλεσε, officiated, πρωτοστάτησε
  • amtlich στα ελληνικά - επίσημος, υπουργικός, αξιωματικός, επίσημες, επίσημη, επίσημων, επίσημο
  • amtsbefugnis στα ελληνικά - αυθεντία, κύρος, εξουσία, μεταβιβάζουσα, εξουσιοδοτικής, η μεταβιβάζουσα, εξουσιοδοτούσα, ...
  • amtsbefugnisse στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επίσημες, επίσημων, επίσημη, επίσημο, την επίσημη
Τυχαίες λέξεις
Amtliche στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργικός, Επίσημη, επίσημες, την επίσημη, επίσημο, Επίσημης