Anpassungsfähig στα ελληνικά

Μετάφραση: anpassungsfähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, εύκαμπτος, προσαρμόσιμος, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμες, ευπροσάρμοστο
Anpassungsfähig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anpassung στα ελληνικά - τύπος, πρόσφορος, προσαρμογή, κατάλυμα, απορρόφηση, συμμόρφωση, αφομοίωση, ...
  • anpassungen στα ελληνικά - προσαρμογές, αναπροσαρμογές, προσαρμογών, ρυθμίσεις, διορθώσεις
  • anpassungsfähige στα ελληνικά - προσαρμόσιμος, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμες, ευπροσάρμοστο
  • anpassungsfähigkeit στα ελληνικά - ευκαμψία, ευλυγισία, ικανότητα προσαρμογής, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητας, της προσαρμοστικότητας, προσαρμογής
Τυχαίες λέξεις
Anpassungsfähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, εύκαμπτος, προσαρμόσιμος, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμες, ευπροσάρμοστο