Anspielung στα ελληνικά
Μετάφραση: anspielung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, νύξη, υπαινιγμός, σαρκασμός, κέντρισμα, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, συνειρμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anspannungen στα ελληνικά - εντάσεις, εντάσεων, ένταση, τάσεις, τις εντάσεις
- anspielend στα ελληνικά - υπαινικτικός, υπαινικτική, υπαινικτικό, υπαινικτικά, δημιουργούν συνειρμό
- anspielungen στα ελληνικά - νύξεις, υπαινιγμοί, υπαινιγμούς, αναφορές, υπαινιγμών
- anspitzen στα ελληνικά - ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Τυχαίες λέξεις
Anspielung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, νύξη, υπαινιγμός, σαρκασμός, κέντρισμα, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, συνειρμός
Μεταφράσεις: σκάβω, νύξη, υπαινιγμός, σαρκασμός, κέντρισμα, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, συνειρμός