Σαρκασμός στα γερμανικά

Μετάφραση: σαρκασμός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspielung, zotte, begreifen, spitze, arbeiten, Sarkasmus, Spott, sarcasm, sarkastisch
Σαρκασμός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαρκασμός

σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός λεξικό γλώσσας γερμανικά, σαρκασμός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • σαρδόνιος στα γερμανικά - sardonisch, sardonischen, sardonic, sardonische, sardonisches
  • σαρκάζω στα γερμανικά - imitieren, nachahmen, Stichelei, Spott, gibe, Seitenhieb, Verhöhnung
  • σαρκαστικός στα γερμανικά - ätzmittel, kaustisch, ätzend, sarkastisch, sarkastischen, sarkastische, sarkastischer
  • σαρκικός στα γερμανικά - fleischlich, fleischliche, fleischlichen, fleischlicher, Fleisches
Τυχαίες λέξεις
Σαρκασμός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anspielung, zotte, begreifen, spitze, arbeiten, Sarkasmus, Spott, sarcasm, sarkastisch