Anspitzen στα ελληνικά

Μετάφραση: anspitzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Anspitzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anspielung στα ελληνικά - σκάβω, νύξη, υπαινιγμός, σαρκασμός, κέντρισμα, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, ...
  • anspielungen στα ελληνικά - νύξεις, υπαινιγμοί, υπαινιγμούς, αναφορές, υπαινιγμών
  • anspitzend στα ελληνικά - ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
Τυχαίες λέξεις
Anspitzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν