Anspruchslos στα ελληνικά
Μετάφραση: anspruchslos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, μετριόφρων, απλός, μετριόφρονας, απαιτητικών, undemanding, μη απαιτητικές, ιδιαίτερες απαιτήσεις, μη απαιτητικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anspruchsberechtigte στα ελληνικά - επιλέξιμες, επιλέξιμων, επιλέξιμα, επιλέξιμη, επιλέξιμο
- anspruchsberechtigter στα ελληνικά - των επιλέξιμων, επιλέξιμων, του επιλέξιμου, των αποδεκτών, της επιλέξιμης
- anspruchslose στα ελληνικά - απαιτητικών, undemanding, μη απαιτητικές, ιδιαίτερες απαιτήσεις, μη απαιτητικών
- anspruchsperson στα ελληνικά - απαιτητική, απαιτητικό, απαιτητικός, απαιτητικούς, απαιτητικές
Τυχαίες λέξεις
Anspruchslos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, απλός, μετριόφρονας, απαιτητικών, undemanding, μη απαιτητικές, ιδιαίτερες απαιτήσεις, μη απαιτητικών
Μεταφράσεις: σεμνός, μετριόφρων, απλός, μετριόφρονας, απαιτητικών, undemanding, μη απαιτητικές, ιδιαίτερες απαιτήσεις, μη απαιτητικών