Antrieb στα ελληνικά

Μετάφραση: antrieb, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διέγερση, οδηγώ, κίνητρο, ώθηση, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα
Antrieb στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antreibend στα ελληνικά - οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
  • antriebe στα ελληνικά - δίσκοι, δίσκους, μονάδες, δίσκων, drives
  • antriebsrad στα ελληνικά - κινητήριο τροχό, κινητήριος τροχός, κινητήριου τροχού, τροχό κίνησης, τροχού κίνησης
Τυχαίες λέξεις
Antrieb στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διέγερση, οδηγώ, κίνητρο, ώθηση, αυτοκίνητο, δίσκο, δίσκου, κίνησης, μονάδα