Λέξη: διασπώ
Σχετικές λέξεις: διασπώ
διασπώ συνώνυμα
Συνώνυμα: διασπώ
ξεκολλώ, σχίζω, σχίζομαι, διαρρηγνύω, αναστατώνω, διαρρηγνύομαι, αποσυνθέτω, αποσυνθέτομαι, διαχωρίζω
Μεταφράσεις: διασπώ
διασπώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
distract, rive, rupture, disintegrate, break through, disrupt
διασπώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
distraer, entretener, dispersar, rive, de Rive, Margen
διασπώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ablenken, spalten, rive
διασπώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
détacher, embarrasser, divertir, éparpiller, distrayons, inquiéter, enlever, disséminer, déranger, désennuyer, disperser, perturber, dissiper, interrompre, distraient, diffuser, déchirer, fendre, Rive, la Rive
διασπώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
distrarre, rive
διασπώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
divertir, ver, distrair, particularizar, entreter, despedaçar, rachar, Rive, Margem
διασπώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstrooien, rive, De rivier, rivier van, De rivier van
διασπώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расстраивать, развлекать, отвлекать, рассеивать, смущать, раскалываться, отрываться, разрывать, Rive, Рив
διασπώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
distrahere, rive
διασπώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
distrahera, rive
διασπώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivata, häiritä, rive, nii, dentaa
διασπώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rive
διασπώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyrušit, rozptýlit, pobavit, odvést, odvrátit, rozrušit, rozštěpit, urvat, Rive
διασπώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeszkadzać, oderwać, rozrywać, odrywać, rozpraszać, niepokoić, odciągać, rozłupać, rozszczepiać, Rive
διασπώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szétrepeszt, Rive, rés
διασπώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yırtmak, rive, koparmak, kırmak, ESP sistemi tahrik
διασπώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бентежити, розстроювати, розсіювати, відволікати, розколюватися, розпадатися, розколюватиметься, розколюватись
διασπώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çarje, Rive
διασπώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разцепвам, разкъсвам, Rive, Рив
διασπώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расколвацца, расколваецца
διασπώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rive
διασπώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomesti, odvratiti, poremetiti, zbuniti, cijepati, Rive, raskinuti, raskinuti se
διασπώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Rive
διασπώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Rive, Suskaido, Rozszczepiać, Griauna, Plosīt
διασπώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plosīt, Rive, sprauga, sašķelt, plaisa
διασπώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Рив, риф, речни
διασπώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
despica, Rive, se despica, boți, mototoli
διασπώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvést, rive, Cijepati
διασπώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozštiepiť
Τυχαίες λέξεις