Aufarbeitung στα ελληνικά
Μετάφραση: aufarbeitung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαίνιση, εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, που εργάζονται, εργάσιμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auerochse στα ελληνικά - εκτός, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
- auf στα ελληνικά - πάνω, σε, άνω, προς, να, για, με
- aufatmend στα ελληνικά - αναστεναγμό ανακούφισης, στεναγμό ανακούφισης, ανάσα ανακούφισης, ανακούφιση, ανασάνουν
- aufbau στα ελληνικά - διαρρύθμιση, ανέγερση, υπερκατασκευή, κατασκευή, δομή, δομής, διάρθρωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Aufarbeitung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, που εργάζονται, εργάσιμων
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, εργάζονται, εργασίας, εργάζεται, που εργάζονται, εργάσιμων