Aufgeblasenheit στα ελληνικά

Μετάφραση: aufgeblasenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενοδοξία, ματαιοδοξία, ματαιότητα, φούσκωμα, αέριο, βενζίνη, φιλαυτία, bumptiousness
Aufgeblasenheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgeblasen στα ελληνικά - φουσκωμένα, φουσκωμένο, διογκώνεται, διογκωθεί, φουσκώνεται
  • aufgeblasene στα ελληνικά - φουσκωμένα, φουσκωμένο, διογκώνεται, διογκωθεί, φουσκώνεται
  • aufgeblitzt στα ελληνικά - έλαμψε, στιγμιαίας, άστραψε, αναφλέχθηκαν, flashed
  • aufgeblüht στα ελληνικά - άνθισε, εξελιχθεί, ανθίσει, άνθισαν, άνθησε
Τυχαίες λέξεις
Aufgeblasenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενοδοξία, ματαιοδοξία, ματαιότητα, φούσκωμα, αέριο, βενζίνη, φιλαυτία, bumptiousness