Aufgeräumt στα ελληνικά

Μετάφραση: aufgeräumt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαιδρός, αρκετός, συγυρισμένος, τακτοποιώ, συγυρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, καθαρό, περιποιημένο, τακτοποιημένα
Aufgeräumt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgerollt στα ελληνικά - έλασης, ελάσεως, έλαση
  • aufgerufen στα ελληνικά - που ονομάζεται, ονομάζεται, κάλεσε, καλείται, ονομάζονται
  • aufgerüstet στα ελληνικά - αναβαθμιστεί, αναβαθμίζεται, αναβαθμισμένο, αναβαθμισμένες, αναβαθμίστηκε
  • aufgesagt στα ελληνικά - declaimed
Τυχαίες λέξεις
Aufgeräumt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαιδρός, αρκετός, συγυρισμένος, τακτοποιώ, συγυρίζω, τακτοποιημένος, τακτοποιημένο, καθαρό, περιποιημένο, τακτοποιημένα