Aufputschmittel στα ελληνικά
Μετάφραση: aufputschmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντοπάρω, τονωτικό, διεγερτικό, διεγερτικών, διεγερτικά, διεγερτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufpumpen στα ελληνικά - φουσκώνω, εξογκώνω, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
- aufputz στα ελληνικά - στολίδια, finery, τα στολίδια, λεπτώς
Τυχαίες λέξεις
Aufputschmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντοπάρω, τονωτικό, διεγερτικό, διεγερτικών, διεγερτικά, διεγερτική
Μεταφράσεις: ντοπάρω, τονωτικό, διεγερτικό, διεγερτικών, διεγερτικά, διεγερτική