Ausbesserung στα ελληνικά
Μετάφραση: ausbesserung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερέωση, επισκευή, αποκατάσταση, επανόρθωση, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausbessern στα ελληνικά - επισκευάζω, βελτιώνω, διορθώνω, ρετουσάρω, αγγίξει έως, αγγίξει έως και
- ausbessernd στα ελληνικά - Επιδιόρθωση, εργασιών επιδιόρθωσης, των εργασιών επιδιόρθωσης, της επιδιόρθωσης, επιδιόρθωση σχισμών
- ausbeute στα ελληνικά - παραγωγή, κακομαθαίνω, παραχαϊδεύω, χαλώ, σοδειά, απόδοση, απόδοσης, ...
- ausbeuter στα ελληνικά - εκμεταλευτής, εκμεταλλευτή, εκμεταλλευτής, εκμεταλλευτές, του εκμεταλλευτή
Τυχαίες λέξεις
Ausbesserung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερέωση, επισκευή, αποκατάσταση, επανόρθωση, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Μεταφράσεις: στερέωση, επισκευή, αποκατάσταση, επανόρθωση, επισκευάζω, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης