Στερέωση στα γερμανικά

Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befestigend, einspannend, fixierend, reparatur, anbindend, ausbesserung, Fixierung, Befestigungs, Fixierungs, Befestigung, Fixations
Στερέωση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στερέωση

στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας γερμανικά, στερέωση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • στενός στα γερμανικά - geizig, stramm, knapp, familiär, vertraut, hautnah, intim, ...
  • στενόχωρος στα γερμανικά - eingeklammert, ungemütlich, unbequem, unangenehm, unbehaglich, unwohl
  • στερεοτυπία στα γερμανικά - klischee, stereotyp, klischeevorstellung, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
  • στερεοτυπώ στα γερμανικά - klischeevorstellung, klischee, stereotyp, Stereotyp, Klischee, Stereotypen, Stereotype
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: befestigend, einspannend, fixierend, reparatur, anbindend, ausbesserung, Fixierung, Befestigungs, Fixierungs, Befestigung, Fixations