Ausbrütend στα ελληνικά

Μετάφραση: ausbrütend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επώαση, εκκόλαψη, επώασης, εκκόλαψης, την εκκόλαψη
Ausbrütend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausbruch στα ελληνικά - διάλειμμα, ξέσπασμα, ξεφεύγω, δραπετεύω, σπάζω, εκδήλωση, έκρηξη, ...
  • ausbrüche στα ελληνικά - εστίες, εστιών, ξεσπάσματα, κρούσματα, κρουσμάτων
  • ausbuchtung στα ελληνικά - προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
  • ausbuchtungen στα ελληνικά - εξογκώματα, διογκώσεις, εξογκωμάτων, εξογκώσεις, φουσκώματα
Τυχαίες λέξεις
Ausbrütend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επώαση, εκκόλαψη, επώασης, εκκόλαψης, την εκκόλαψη