Ausgehend στα ελληνικά
Μετάφραση: ausgehend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις
- ausgeheckt στα ελληνικά - εκκολαφθεί, εκκολάφθηκαν, εκκολάπτονται, εκκολαφθέντων, που εκκολάφθηκαν
- ausgehen στα ελληνικά - ημερομηνία, χουρμάς, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
- ausgehoben στα ελληνικά - ανασκαφεί, ανασκάφηκε, ανασκαφές, εκσκαφής, ανασκάφηκαν
- ausgehverbot στα ελληνικά - εξερχόμενες, εξερχόμενη, εξερχόμενων, εξερχόμενα, εξερχόμενο
Τυχαίες λέξεις
Ausgehend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα
Μεταφράσεις: εξωστρεφής, κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, εξερχόμενα